02 Οκτωβρίου, 2008

† Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ο Αρεοπαγίτης Επίσκοπος Αθηνών

3 Οκτωβρίου

Ήταν διάσημος αθηναίος, φιλοσοφικότατος νους και μέλος του ανωτάτου δικαστηρίου. Προσήλθε στο χριστιανισμό τον πρώτο αιώνα, δια του Απ. Παύλου (Πραξ. ιζ΄ 34). Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού. Στο Διονύσιο αποδίδονται και αρκετά θεολογικά συγγράματα, από τα οποία παραθέτουμε σε μετάφραση ορισμένα λόγια του, σχετικά με την Αγιότητα, τη Βασιλεία και την Κυριότητα του Θεού: «Αγιότητα, λοιπόν, είναι κατά τη γνώμη μας η καθαρότητα η ασημάδευτη από οποιοδήποτε μίασμα, η πλήρης και ολότελα άσπιλη. Βασιλεία είναι η τακτοποίηση κάθε ορίου, κάθε τάξης, κανονισμού, κατάστασης. Κυριότητα δεν είναι μόνο η υπεροχή πάνω στους χειρότερους, αλλά και η συνολική των καλών και αγαθών και πλήρης ολοκτησία, καθώς και η αληθινή και αμετάβλητη βεβαιότητα. Γι΄ αυτό και η κυριότητα ετυμολογείται από το «κύρος» και το «κύριο» και το «κυριεύον». Θεότητα είναι η πρόνοια που θεάται τα πάντα και με τέλεια αγαθότητα «περιθέει» (περιέχει) και συνέχει τα πάντα, τα γεμίζει με τον εαυτό της και υπερέχει από όλα όσα απολαμβάνουν τα δώρα της πρόνοιάς της».

Εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου ενώπιον της τακτικής Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1 Οκτωβρίου 2008

ieronimos

Α`

Είναι η πρώτη τακτική Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην οποία σήμερα προεδρεύω, διότι η παρελθούσα ήταν έκτακτη και αφορούσε εκλογές Μητροπολιτών για τις κενές τότε Ιερές Μητροπόλεις. Δοξάζω τον Θεό για την τιμή και την ιδιαίτερη ευθύνη, ευχαριστώντας συγχρόνως και σας για την ανάδειξή μου σε αυτήν την διακονική και τιμητική θέση. Ομολογώ ότι ίσταμαι «εν μέσω υμών» όχι απλώς ως «εξουσίαν έχων», «αλλ' ως ο διακονών», κατά τον λόγο του Κυρίου Ιησού Χριστού, και βεβαίως θεωρώ ότι και «υμείς εστε οι διαμεμενηκότες μετ' εμού εν τοις πειρασμοίς μου» (Λουκ. κβ , 26-28). Η αποστολή αμφοτέρων είναι να συνδιακονούμε αλλήλους εν Χριστώ Ιησού για την δόξα Του και τον έπαινον της Εκκλησίας Του.
Σήμερα αρχίζει η τακτική ενιαύσια Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας και χαίρομαι διότι συναντώ τα πρόσωπά σας για να συνεργασθούμε για την αντιμετώπιση και επίλυση σοβαρών θεμάτων που απασχολούν την Εκκλησία. Είναι πράγματι χαρά η συνέλευση αδελφών «επί το αυτό» ομονοούντων και αγωνιζομένων για την διοίκηση της Εκκλησίας.
Η αναφορά στην Σύνοδο της Ιεραρχίας μου δίδει το έναυσμα να εξετάσω τις δύο αυτές πολύτιμες από πάσης πλευράς λέξεις, ήτοι Σύνοδος και Ιεραρχία.
Η λέξη Σύνοδος στην αρχική της σημασία αποτελείται από τις επί μέρους λέξεις συν και οδός, που σημαίνει συνοδοιπορία, συμπόρευση Ιεραρχών για το καλό της Εκκλησίας. Πρόκειται για την περίφημη «συνοδική διαγνώμη», που είναι απαραίτητη για την διοίκηση της Εκκλησίας. Άλλωστε, η λέξη Σύνοδος εκφράζει εν τέλει το «πνεύμα» της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία σε όλες τις εκδηλώσεις της, στην λατρεία, την ομολογία της πίστεως, στην διοίκηση λειτουργεί συνοδικώς και συνοδοιπορεί εκκλησιαστικώς. Σύνοδος και Εκκλησία είναι ταυτόσημες έννοιες, διότι η Εκκλησία είναι σύνοδος ουρανού και γης, αγγέλων και ανθρώπων, ζώντων και κεκοιμημένων.
Η συνοδική αυτή πορεία γίνεται κατά τον τύπον της Αγίας Τριάδος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λδ Αποστολικός Κανόνας, που ρυθμίζει τις συνοδικές σχέσεις μεταξύ Μητροπολιτών η Επισκόπων θεμελιώνει αυτήν την τάξη στον Τριαδικό Θεό. «Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου, εν αγίω Πνεύματι ο Πατήρ, και ο Υιός, και το άγιον Πνεύμα». Ο πολύς Ζωναράς ερμηνεύοντας την τριαδολογική αυτή ερμηνεία της συνοδικής διασκέψεως λέγει: «Δοξασθήσεται δε ο Θεός δια του Κυρίου, ως εκείνον το όνομα αυτού φανερώσαντος τοις ανθρώποις και την αγάπην νομοθετήσαντος εν αγίω δε δοξασθήσεται Πνεύματι δια τούτου γαρ οι Απόστολοι εσοφίσθησαν και τα έθνη εδίδαξαν».
Τα πάντα στην Εκκλησία είναι τριαδικά και ποτέ μονοκρατορικά και πολυαρχικά, αφού ούτε μοναρχία επικρατεί ούτε πολυαρχία. Και ο Μ. Βασίλειος προτρέπει «ώστε, εάν αρέση τούτο, δει πλείονας επισκόπους εαυτώ γενέσθαι, και ούτως εκθέσθαι τον κανόνα, ίνα και τω ποιήσαντι το ακίνδυνον η, και ο αποκρινόμενος το αξιόπιστον έχη εν τη περί των τοιούτων αποκρίσει» (μζ Κανών Μ. Βασιλείου).
Έπειτα, η λέξη Ιεραρχία δηλώνει τον άρχοντα των ιερών τελετών και η λέξη ιεραρχικός δηλώνει τον ανήκοντα στην Ιεραρχία και τον ιεραρχικόν τρόπον διοικήσεως, δηλαδή την διοίκηση κατά την τάξη των προϊσταμένων αρχών. Πρόκειται για έκφραση και διακονία χαρισμάτων και όχι για αυτόνομες εξουσίες και αρχές. Άλλωστε, η ποικιλία των χαρισμάτων συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού, κατά τον λόγον του Αποστόλου Παύλου: «Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα και διαιρέσεις διακονιών εισι, και ο αυτός Κύριος και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός εστι Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν» (Β Κορ. ιβ , 4-6).
Επομένως, ο όρος «Σύνοδος Ιεραρχίας» που ταυτίζεται με τον όρο «εκκλησιαστική Ιεραρχία» δηλώνει ότι το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι μεν συνοδικό, αλλά και ιεραρχικό, διότι όπως έχει γραφή, το εκκλησιαστικό πολίτευμα είναι «ιεραρχικώς συνοδικόν» και «συνοδικώς ιεραρχικόν», οπότε η συνοδική δομή δεν αντιτίθεται στην ιεραρχική τάξη, ούτε η ιεραρχική τάξη στην συνοδική δομή της Εκκλησίας.
Το συνοδικό-ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας είναι μια ιερουργία και υπενθυμίζει σαφέστατα τον τρόπο της τελέσεως της θείας Λειτουργίας, η οποία είναι το κέντρο και η βάση της εκκλησιαστικής ζωής. Η Σύνοδος της Ιεραρχίας είναι συνέχεια και έκφραση της θείας Λειτουργίας, διαπνέεται από το πνεύμα της και γι' αυτό όταν συμμετέχουμε στα Συνοδικά όργανα αισθανόμαστε ωσάν να ιερουργούμε. Ο σεβασμός αυτός στην Σύνοδο της Ιεραρχίας είναι απαραίτητος για την καλή συγκρότηση της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού και δίδουμε τον τύπο και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξασκήτε η διοίκηση και η ποιμαντική διακονία στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις.
Αυτή είναι η πίστη μου και η συναίσθησή μου για τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας, ως χαρισματικής καταστάσεως, και τον καταθέτω κατά την επίσημη αυτή στιγμή ενώπιόν σας.

Β`

Τα θέματα που έχει να αντιμετωπίσει η Ιεραρχία συνεχώς πληθύνονται, αλλά λόγω όμως και των επικρατουσών κοινωνικών συνθηκών με την ταχύτατη μετακίνησιν ιδεών και ανθρώπων, περιπλέκονται αυτά έτι περισσότερο.
Η ποιμαντική μας διακονία και η εκκλησιαστική μας πρακτική ασφαλώς βασίζονται στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας μας, αλλά η δυναμική και η ουσία αυτής της διακονίας και αυτής της εκκλησιαστικής πρακτικής θεμελιώνεται κυρίως στον ευαγγελικό λόγο, όπως αυτός διδάχθηκε και βιώθηκε μέσα στην αγιοπνευματική μας παράδοση.
Στην έναρξη των συνεδριών της παρούσης Δ.Ι.Σ. προ τινων ημερών ελέχθησαν τα εξής: «Η εποχή μας και ο σημερινός κόσμος στον δικό του αγώνα και την δική του αγωνία μας προκαλεί και μας προσκαλεί. Έχουμε χρέος να ασχοληθούμε με το κεφάλαιο αυτό. Να προσλάβουμε τα προβλήματα και τις αστοχίες. Να τα επεξεργασθούμε και ως πορίσματα πλέον και προτάσεις να τα "προσκομίσουμε" στην ανωτάτη αρχή της Εκκλησίας μας την Ι.Σ.Ι. μόνη αρμόδια να τα αντιμετωπίσει και να αποφασίσει στηριγμένη με διάκριση στην κανονική τάξη και την αγιοπνευματική μας παράδοση». Αυτό ακριβώς γίνεται σήμερα στον χώρο μας αυτόν.
-Τα θέματα, όπως ελέχθη, είναι πολλά. Το καθημερινόν ενδιαφέρον όμως και η αγάπη του καθ' ενός από μας για τα της Εκκλησίας πράγματα ασφαλώς θα καταθέσουν το μερίδιό τους στην «τράπεζα αυτή» και νέα επίκαιρα θέματα για την αντιμετώπισή τους.
Όπως γνωρίζετε στην παρούσα σύνοδό μας πέραν των υπηρεσιακών υποθέσεων θα ασχοληθούμε με τρία θέματα:
1. Την Εκκλησιαστική μας Εκπαίδευση.
2. Το πρωτόγνωρο για την Εκκλησία εγχείρημα την χρησιμοποίησιν δυνατοτήτων δημιουργίας υποδομών στην διακονία της εντός του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναπτύξεως (2007-2013).
3. Εκείνο των Βοηθών Επισκόπων.
Για την αντιμετώπιση των δύο πρώτων τα χρονικά όρια δεν επέτρεπαν χρονική καθυστέρηση. Και τούτο διότι ο Νόμος 3432/2006 περί «Δομής και λειτουργίας της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως» φαίνεται, ότι έχει άρθρα μη συμβατά προς το Σύνταγμα με κίνδυνο όλο το οικοδόμημα να καταρρεύσει. Ακόμη το «Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναπτύξεως (2007-2013)» δεν δίνει περισσότερο χρονικό όριο στην Εκκλησία αν θέλει αυτή να συμμετάσχει σ' αυτό. Και τα δύο θέματα αυτά μολονότι φαντάζουν ως περισσότερο τεχνοκρατικά εν τούτοις είναι βασικές υποδομές, θεμέλια στην εκκλησιαστική διακονία, όταν μάλιστα χρησιμοποιηθούν με διάκριση και προσοχή.
Οφείλω να ομολογήσω, ότι τους τελευταίους μήνες έγιναν πολύωρες και επίπονες συνεργασίες μεταξύ στελεχών της Εκκλησίας μας και της Πολιτείας και μάλιστα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, του Υπουργείου Εσωτερικών κ. α..
Καρπός αυτών των ενεργειών ήταν και η χθεσινή συνάντησις στην Ι. Μ. Πεντέλης εκπροσώπων της Εκκλησίας και της Πολιτείας μετά των αρμοδίων συνεργατών των που απέβλεπε στην στενότερη συνεργασία προς υλοποίησιν του προγράμματος 2007-2013 και στην ωφέλεια του λαού μας.

Γ`

Αυτή η επιτυχής συνεργασία Πολιτείας και Εκκλησίας στα μνημονευθέντα δύο θέματα και η ενοχλητική πίεσις από διαφόρους χώρους να πάρουμε θέση υπεύθυνο σε προβαλλόμενο σκάνδαλο μοναστηριακής περιουσίας στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο, με προτρέπουν να καταθέσω στο σεπτό σώμα της Ιεραρχίας μία προσωπική άποψη.
Μία συντεταγμένη και ευνομούμενη Πολιτεία και μία Εκκλησία που διακονεί τον ίδιο λαό με την πρώτη έχουν χρέος να συνεργάζωνται προς ωφέλεια αυτού του λαού.
Δεν θα αραδιάσω επιχειρήματα. Θα χρησιμοποιήσω την ιστορία μας που μπορεί πολλές φορές να γίνει ο καλύτερος δάσκαλός μας.
Επιτρέψτε μου να ανατρέξω σε μια εποχή που μας κάνει όλους υπερήφανους, που υπερβαίνει την μιζέρια, την εποχή όχι του εγώ αλλά του εμείς. Όχι για να την αντιγράψουμε, δεν μπορούμε πια, αλλά να εμπνευσθούμε απ` αυτή.
α. Βρισκόμαστε στον Απρίλιο του 1822 και ο απελευθερωτικός αγώνας χάνεται. Δεν υπάρχουν δυνατότητες οικονομικές. Το νόμισμα τέλειωσε και η διατροφή των "αγωνιζομένων πενήτων" στέρεψε. Ο Μινίστρος τότε της Εκκλησιαστικής Γραμματείας (δηλ. ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων) ο Επίσκοπος Ανδρούσης ενήργησε ως εξής:
"Τη μεν 5 Απριλίου 1822 υπεγράφη νόμος περί συνάξεως των χρυσών και αργυρών σκευών των Μοναστηρίων και Εκκλησιών. Και συνεισέφεραν προθύμως αι κατά τόπους Εκκλησίαι και Μοναί λυχνίας αργυράς και κηροπήγια και ει τι των εκτός της θείας τραπέζης καθιερωμένων χρυσών και αργυρών σκευών, επαρκούσαι προς διατροφήν των αγωνιζομένων πενήτων και κουφίζουσαι το δυνατόν τας φοβεράς ανάγκας του πολέμου. Συνήχθησαν δε περίπου λίτραι δισχίλιαι τετρακόσιαι (η 800 οκάδες) αργύρου και χρυσού και νόμισμα από τούτων ήθελον κόπτειν".
β. Η Δ Εθνική των Ελλήνων εν Άργει συνέλευσις (11-7-1829) στην οποία συμμετέχει η Εκκλησία διεκήρυξε και απεφάσισε:
"Η κυβέρνησις θέλει συστήσει Γαζοφυλάκιον (Ταμείο) υπό την ιδίαν της άμεσον διεύθυνσιν, εις το οποίο θέλει αποτίθεσθαι τα επί των κληροδοσιών και τα των ιερών καταστημάτων (Μονών) συλλεγόμενα χρήματα, προσδιωρισμένα εξηρημένως εις βελτίωσιν του Ιερατείου, εις προικισμόν του Ορφανοτροφείου, εις υποστήριξιν των Αλληλοδιδακτικών σχολείων, Σχολείων τυπικών, Σχολείων ανωτέρας τάξεως δια τους εκκλησιαστικούς πολιτικούς η δια τους αφιερωθησομένους εις την σπουδήν των επιστημών, των τεχνών και της φιλολογίας και εις σύστασιν δημοσίων τυπογραφιών". Σε υλοποίηση αυτής της αποφάσεως η εισηγητική έκθεση γράφει:
"Η Ελλάς έχει πόρον πλουσιώτατον εις διατροφήν του κλήρου, τα κτήματα των μοναστηρίων και αυτά δεν είναι ολίγα. Ταύτα καλώς διοικούμενα και οικονομούμενα, θέλουσι παρέχει όχι μόνον άφθονα τα εις την διατροφήν του Κλήρου, αλλά και τα εις σύστασιν και διατήρησιν και άλλων φιλανθρώπων καταστημάτων, και εις το οποίον δίδομεν σχέδιον, διορίζομεν που και πως να εξοδεύωνται τα εκ των μοναστηριακών κτημάτων εισοδήματα . . . ".
"Από τα εισοδήματα αυτών θέλουσι μισθοδοτείσθαι οι Επίσκοποι και οι περί αυτούς αξιωματικοί (γραμματείς) . . . εις διατροφήν του κλήρου και εις την διατήρησιν και καλλωπισμόν των Εκκλησιών".
δ. Στις 5 Αυγούστου 1833 ο Σ. Τρικούπης γράφει προς την Ιεράν Σύνοδον εναγωνίως:
"Η ανάγκη της ταχείας συστάσεως του ταμείου τούτου κρίνεται τοσούτω μάλλον κατεπείγουσα, καθ` όσον, εκτός της εις αυτό αποκειμένης καταλλήλου των Επισκόπων προικοδοτήσεως και την μισθοδοσίαν του Ιερού Κλήρου, τα σχολεία του Κράτους, παραμεληθέντα τοσούτους ήδη μήνας δι` έλλειψιν χορηγίας διαρκούς, κινδυνεύουν να παραλύσουν, και η δημόσια εκπαίδευσις, αντικείμενον τόσον ουσιώδες περί την ηθικήν του χριστιανού μόρφωσιν, να μείνη εις την οποίαν ευρίσκεται μέχρι τούδε νηπιώδη κατάστασιν".
Γιατί τα υπενθυμίζω αυτά σήμερα; Τι ζητάω; Τίποτε. Απλώς τα καταθέτω για να τονώσω την μνήμη μας. Να εκφράσω την επιθυμία να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη και να αναλαμβάνει ο καθένας από εμάς τις ευθύνες που του αναλογούν. Σήμερα που ο ορίζοντας είναι βεβαρυμένος.
Κρίνω χρήσιμο όμως οι νέες γενιές, τα παιδιά μας, αλλά και οι πολίτες που δεν γνωρίζουν, όταν περιδιαβαίνουν την Αθήνα, να μάθουν ότι:
Ο χώρος που είναι το Πολυτεχνείο μας ανήκε στην Εκκλησία.
Η Κεντρική Βιβλιοθήκη.
Το Παλιό Πανεπιστήμιο.
Η παλιά Ριζάρειος δηλ. το σημερινό Πολεμικό Μουσείο.
Ο Ευαγγελισμός.
Το Αιγινήτειο.
Το Αρεταίειο.
Η μεγάλη έκτασις επί της Μεσογείων, όπου είναι τα Νοσοκομεία.
Ο χώρος του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως με το κτίσμα της παλαιάς Χωροφυλακής. Το μνημειώδες αυτό κτίριο είναι η πρώτη Εκκλησιαστική Ακαδημία που κτίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό Καλλιγά. Δεν πρόλαβε να στεγάσει το όραμά του για την Εκκλησιαστική Εκπαίδευση και την κατέλαβε το Ελληνικό Δημόσιο για να αντιμετωπίσει τότε τις έκτακτες ανάγκες του.
Αυτές οι εμπειρίες μπορούν σήμερα να μας οδηγήσουν και πάλι σε συνεργασίες που θα αποφέρουν αγαθά αποτελέσματα στην καθημερινή ζωή των συνανθρώπων μας.

Δ`

Σεβασμιώτατοι εν Χριστώ αδελφοί,
«Στο παρελθόν το πρόβλημα για τον ελληνισμό ήταν πως θα επιβιώσει μέσα σ' ένα εχθρικό περιβάλλον, πως θα διατηρούσε την ύπαρξή του κάτω από συνθήκες στρατιωτικής επιδρομής, κατάκτησης και δουλείας . . .
Σήμερα το πρόβλημα για τον έλληνισμό είναι πως θα επιβιώσει μέσα σ' ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Οι ραγδαίες τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας προκαλούν σειρά από αλυσιδωτές εξελίξεις και ανακατατάξεις στον οικονομικό και κοινωνικό βίο. Και οι εξελίξεις αυτές οδηγούν αναπόφευκτα προς μια ριζική αναδιοργάνωση της ανθρωπότητας.
Ο Ελληνισμός θα δώσει νέους αγώνες για την επιβίωσή του καταφεύγοντας και σ' αυτή την περίπτωση στα ίδια δοκιμασμένα όπλα που χρησιμοποίησε και στο παρελθόν. Στις υλοποιημένες δηλαδή μορφές του πνεύματος: την θρησκεία, τις τέχνες, τα γράμματα και το ήθος του ελεύθερου ανθρώπου, όπως τούτο εκδηλώνεται στα ήθη, στα έθιμα και στη ζωή της κοινότητας.
Η πατρίδα μας στη νέα δόμηση της πανανθρώπινης κοινωνίας και στις ανακατατάξεις των αξιών δεν έχει να φοβηθεί.
Το πνευματικό της οπλοστάσιο είναι γεμάτο. Ο κίνδυνος βρίσκεται κάπου αλλού. Να μην μπορέσει να αξιοποιήσει αυτόν τον πνευματικό εξοπλισμό, επειδή τον άφησε είτε να σκουριάσει από την αχρησία, είτε να υποστεί την αλλοίωση που επέφεραν ξένοι νεωτερισμοί που δεν εναρμονίζονται με το πνεύμα της ελληνικής παράδοσης»*.
Σ' αυτόν τον τομέα φέρουμε και μεις την ευθύνη μας τόσο για κείνα που ήρθαν και πέρασαν όσο και για κείνα που έρχονται. Ήδη ο εχθρός δεν είναι πέρα και μακρυά, είναι εντός των τειχών μας.
Ο εκκλησιαστικός χώρος είναι ο κατ' εξοχήν χώρος που μπορεί να εναρμονίσει το πνεύμα της παράδοσης με το πνεύμα της ανανέωσης.
Μια τέτοια ορθόδοξη προσφορά στο χώρο του πνεύματος είναι αναγκαία στην ανασχηματιζόμενη κοινωνία μας.
Εύχομαι και αυτή η σύναξις της Ι.Σ.Ι. της Εκκλησίας μας να είναι βήμα προς την πορεία αυτή.
* Μ. Μαραθεύτη, δεσμός-σύνδεσμος 1981, σελ. 47.