22 Σεπτεμβρίου, 2008

ΚΡΑΤΟΣ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (2005)

Πολύς και θορυβώδης μάλιστα λόγος γίνεται τελευταία, γύρω από τους μεγάλους θεσμούς της κοινωνίας μας: Του ΚΡΑΤΟΥΣ, της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και τις σχέσεις τους με την Ορθόδοξη ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

Επειδή τα εκατέρωθεν λεγόμενα από τους διαφόρους συνομιλητές στα κανάλια της Τηλεοράσεως, δεν βοηθούν, ώστε να κατανοήσουν οι τηλεθεατές, τι ακριβώς σημαίνει ΚΡΑΤΟΣ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΕΚΚΛΗΣΙΑ, αλλά και το σπουδαιότερον ότι μεταξύ των συνομιλητών παρατηρείται εμφανής ανειλικρίνεια, ως προς τις πραγματικές τους προθέσεις ν’ αποκαλύψουν την πραγματική αλήθεια, έχουν μάλλον περιπλέξει τα πράγματα και συσκοτίσει τις πραγματικές έννοιες αυτών των θεσμών μ’ αποτέλεσμα ο πολίτης να μην έχει σωστή ενημέρωση.

Για το λόγο αυτό θα προσπαθήσω να παρουσιάσω και να αποκαλύψω με ειλικρίνεια την αξία, τα όρια της δραστηριότητας, τις πραγματικές δικαιοδοσίες αυτών των μεγάλων θεσμών, και τις σχέσεις τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία της ένδοξης Χώρας μας με τον απώτερο σκοπό να καταδειχθεί το αδύνατον του χωρισμού τους για Εθνικο/Θρησκευτικούς λόγους.

* * *

Μ έ ρ ο ς Π ρ ώ τ ο ν

1. ΚΡΑΤΟΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Το Κράτος είναι η ύψιστη δύναμη στον κόσμο. Η μετά το Θεό δύναμη, που προσδιορίζει τα κοινωνικά πράγματα. Η συνισταμένη των πολιτικών δυνάμεων. Το μέρος εκείνο που διοικεί την κοινωνία. Το Κράτος είναι η μεγαλύτερη κοσμική δύναμη, που διεκδικεί το απόλυτον.

Το Κράτος είναι το μέσον για τον σκοπό. Σκοπεύει τον άνθρωπο. Να διευκολύνει το άτομο να γίνει προσωπικότητα. Το Κράτος είναι αυτοσκοπός. Πρώτα το Κράτος. Όχι το Κράτος για τον πολίτη αλλά ο πολίτης για το Κράτος γιατί το Κράτος «ενσαρκώνει το θείον». Το άτομο είναι υπηρετικόν όργανον, εξάρτημα του Κράτους.

Από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας κηρύττεται η υπέρβαση και των δυο αυτών λύσεων. Ούτε το Κράτος πρώτο ούτε το άτομο, αλλά η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, η οποία είναι έξω από το Κράτος και από το άτομο. Το Κράτος είναι, για να υπηρετεί Τον άνθρωπο. Όχι λοιπόν το Κράτος, αλλά το δίκαιον Κράτος που ενσαρκώνει την ιδέα της Δικαιοσύνης. Το άτομον είναι δίκαιο, τότε και μόνον, όταν ενσαρκώνει το δίκαιον Κράτος. Η Δικαιοσύνη προάγει όλες τις διαστάσεις του Κράτους. Το Κράτος είναι το όλον, όπως η Εκκλησία και εκεί ακριβώς πρέπει, ν’ αναφέρεται πρώτα η Δικαιοσύνη. Μόνον το δίκαιον Κράτος ενσαρκώνει το ορθό και το καλό.

Σαν αρχή [κοινωνία] το Κράτος προέρχεται από το Θεό «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε…». Ως πορεία μέσα στη ζωή το Κράτος είναι μια διχασμένη πραγματικότητα, που υπόκειται στην αμαρτία του ανθρώπου. Η βία και η αυθαιρεσία είναι η ουσία της κοινωνίας, ενώ κανονικά πρέπει να είναι η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ. Όλα βέβαια είναι να υπηρετούν τον άνθρωπο, αλλά όχι να τα καταστρέφει, και να τα φονεύει ο άνθρωπος, αλλά να τα περισώζει. Έτσι το Κράτος πολλές φορές γίνεται διάκονος Θεού στο αγαθόν, όταν τιμωρεί το κακό, το έγκλημα. Όμως, πολλές φορές γίνεται αντίδικος του Θεού σχετικά με την πίστη στο Θεό.

Δεν είναι η εξουσία του Κράτους καλή ή κακή, αλλά πως ασκεί την Εξουσία. Ουσία του Κράτους είναι η δύναμη και η βία, ενώ της Εκκλησίας είναι η συγχώρηση και η αγάπη, αφού προηγηθεί η μετάνοια, γιατί δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά πίστη στο αιώνιο.

Κατά την Εκκλησία το Κράτος και η εξουσία έχουν προσωρινό χαρακτήρα΄ Είναι ο εξωτερικός ορίζοντας το Κράτος, που ρυθμίζει την ζωή του ανθρώπου, και θα καταργηθεί από απλή συντονιστική εξουσία, δίχως απόλυτης κυριαρχίας.

Το Κράτος περιορίζεται από την αδυναμία να διακρίνει μεταξύ καλού και κακού. Η Εκκλησία του Χριστού ως προς την κρίση, έχει εσωτερικά κριτήρια. Κανένας δεν γνωρίζει την αμαρτωλότητα του ανθρώπου. Η Εκκλησία γνωρίζει την πρόθεση, ενώ το Κράτος γνωρίζει την πράξη.

Ύστερα από όλα τα παραπάνω η συμπεριφορά της Εκκλησίας απέναντι στο Κράτος πρέπει να είναι τέλεια περιφρόνηση. Ούτε αντίσταση, ούτε υιοθέτηση [ενθουσιαστικές κινήσεις]. Πρέπει, να υπάρχει Εξουσία και Κράτος, αλλά το πώς ασκείται η Εξουσία τη προσδιορίζει η στάση του χριστιανού προς το Κράτος. Η πίστη του ανθρώπου στην Εκκλησία είναι η αντιπαλάτουσα δύναμη προς την απολυτοποίηση του Κράτους. Γι’ αυτό και ο Ορθόδοξος χριστιανός επιδιώκει την ουράνια πόλη «την μέλλουσαν».

Γενικά οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο ζουν μέσα σε σύγχυση, γιατί κατά την Εκκλησία πρέπει να συγχωρούν και κατά το Κράτος πρέπει, να τιμωρούν. Το Κράτος δεν είναι ούτε κακό, ούτε καλό. Γι’ αυτό και η σύγκρουση μαζί του είναι αναγκαία, όταν απολυτοποιείται και απαιτεί εγκατάλειψη του Θεού. Τελικά η στάση του πιστού προσδιορίζει την κατάσταση του Κράτους.

Το Κράτος είναι νομική οργάνωση και παραμένει στη ζωή των ανθρώπων, γιατί ο άνθρωπος αδυνατεί να ζήσει μόνος του. Έτσι το Κράτος είναι υπόχρεο να δημιουργήσει όλους τους τομείς της εργασίας, για να μπορέσει ο άνθρωπος να εκφράσει την ύπαρξή του με την εργασία και με τη συμμετοχή του σε όλες τις διαστάσεις και τους Τομείς της κοινωνίας.

Το Κράτος έχει περιορισμένο χώρο άσκησης της δύναμής του. Είναι η επίγεια αυθεντία για όλους όσους ζουν στον κόσμο. Διεκδικεί το Κράτος την ηθική τελειότητα και προσπαθεί να την δικαιώσει με τους νόμους και παράλληλα με την προπαγάνδα ν’ αποδείξει την τελειότητά του. Το Κράτος έχει την δύναμη, για να επιβάλει το δίκαιον και το ορθόν. Έχει Κυβέρνηση, που από την εφαρμογή της σωστής πολιτικής της εξαρτάται η δίκαιη διακυβέρνηση.

Το Κράτος πρέπει να προσέξει, γιατί όταν χρησιμοποιεί την βία δεν φτιάχνει Πολιτεία, αλλά συμμορία, και όταν στη Βία προστάσσει και Αυθαιρεσία, τότε καταλήγει στη Ζούγκλα, στο τέλμα. Το Κράτος ως θεσμός απρόσωπος, έχει θεία καταγωγή [Ρωμ. 13, 1 – 8]. Ως εκλογή και εγκατάσταση αρχόντων είναι έργο ανθρώπινο.

Σκοπός του Κράτους είναι η ευδαιμονία του ανθρώπου στον κόσμο αυτό, αλλά και η μακαριότητά του πέραν του κόσμου τούτου, κατορθώνεται μόνο με τη θεία Χάρι. Συνεπώς, το Κράτος πρέπει απαραίτητα, να’ χει αδιάλειπτη αρμονική σχέση με την Εκκλησία.

* * *

Μ έ ρ ο ς Δ ε ύ τ ε ρ ο ν

2. ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΕΚΚΛΗΣΙΑ : Α΄ ) ΠΟΛΙΤΙΚΗ είναι η τέχνη της ελεύθερης διακυβέρνησης ενός Κράτους, και ο τρόπος της διεξαγωγής των Εσωτερικών και Εξωτερικών Κρατικών υποθέσεων, προ πάντων των Εξωτερικών. Η πολιτική ουσιαστικά αφορά τον άνθρωπο. Είναι μια επιστήμη που μπορεί να γιατρέψει τις κοινωνικές πληγές, καθώς επίσης και να κατακρεουργήσει με άνεση τα ανθρώπινα πρόσωπα. Είναι μια θεωρητική και πρακτική επιστήμη η Πολιτική που ανοίγει στον άνθρωπο ορίζοντες πραγματικής ανάπτυξης και ευημερίας, αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να καταδικάσει ολόκληρα έθνη στερόντας τους την ελευθερία. Η Πολιτική σχετίζεται άμεσα με την Εξουσία κ’ αυτό της δίνει ιδιαίτερη αίγλη και έκτακτη δύναμη και την φέρνει σε σημείο ιδιαίτερα νευραλγικό, αλλά και επικίνδυνο.

Σκοπός της πολιτικής είναι να εναρμονίσει τα συμφέροντα των ανθρώπων μεταξύ τους και προς το σύνολον. Να δημιουργεί διαρκώς προϋποθέσεις για την πρόοδο και την καλλιτέρευση της ζωής των ανθρώπων. Είναι μια διαρκής κίνηση η πολιτική γιατί αλλάζουν οι ανάγκες, τα πρόσωπα και οι ιδέες, και πρέπει να υπάρχει γιατί όπου υπάρχει η ζωή υπάρχει και κίνηση. Η ησυχία δεν είναι σκοπός της πολιτικής, αλλά το μέσον για την επίτευξη του σκοπού. Γενικά, μπορούμε να πούμε καταλήγοντας, ότι Πολιτική είναι Η ΕΥΘΥΝΗ για το ΣΥΝΟΛΟ, και τα μέσα της πρέπει, να είναι έντιμα και ειρηνικά.

Β ΄) ΕΚΚΛΗΣΙΑ είναι το Σώμα του Ιησού Χριστού, ο Οποίος ήρθε στον κόσμο, για να καλεί τα ανώνυμα άτομα και να τα μπολιάζει στο σώμα του, που είναι η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ώστε να ‘χουν τη δυνατότητα να γίνουν πρόσωπα και να ζήσουν προσωπικά, και κοινωνικά. Η Εκκλησία του Χριστού παρουσιάζεται ως η ιδανική κοινωνία. Η Πολιτεία εκείνη που τα μέλη της ξέρουν πως η προσωπική τους ζωή είναι στην ουσία της κοινωνική και είναι αδύνατον να ζήσουν χωρισμένα και απομονωμένα, προσπαθούν διαρκώς να γίνουν πιο ζωντανά και προσωπικά μέλη ενός Σώματος. Όχι ο ένας για τον άλλον, άλλα μέσα στον άλλον «αλληλοπεριχωρούμενοι», όπως τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, γιατί μόνον τότε μέσα στην οικογένεια και στην Πόλη θα βασιλεύει, η Δικαιοσύνη, η Ειρήνη, η Αγάπη και η φιλανθρωπία, που θα καταργήσουν τη φτώχεια και θα κτυπήσουν το κακό σε όλες του τις μορφές.

Έτσι όμως διαπιστώνεται, ότι αυτό που επιδιώκει η Πολιτική στην Πολιτεία είναι και το ουσιαστικό έργο της Εκκλησίας, αλλά πολύ πιο ουσιαστικό και ριζικό και πολύ πιο πλατύ. Πιο ουσιαστικό και ριζικό γιατί η Εκκλησία δεν φροντίζει απλώς, για την Ειρήνη, τη Δικαιοσύνη και την Ευημερία των ανθρώπων, αλλά και για τους ίδιους τους ανθρώπους. Η Εκκλησία σκοπό έχει ν’ αλλάξει τον κόσμο. Να γίνουν οι άνθρωποι, ΑΝΘΡΩΠΟΙ, και να ζήσουν ως ΠΡΟΣΩΠΑ.

Ενώ δηλαδή η επιδίωξη της Πολιτικής είναι η απλή, ομαλή και ειρηνική διαβίωση των πολιτών, η Εκκλησία φέρνει την Βασιλεία του Θεού στη γη, ώστε να αρχίσουν οι άνθρωποι να ζούν από δώ την Αιωνιότητα. Έτσι γίνεται φανερόν ότι οι σκοποί της Εκκλησίας χωρίς να καταργούν την Πολιτική ξεπερνούν κατά πολύ τους σκοπούς της Πολιτείας και λύνουν τα προβλήματα στη ρίζα τους και μόνιμα. Διαφορά ακόμη υπάρχει και στα μέσα που χρησιμοποιεί η Εκκλησία και η πολιτική. Η Πολιτική χρησιμοποιεί ως μέσα το συμφέρον και την δύναμη. Η Εκκλησία χρησιμοποιεί την κενωτική Αγάπη που είναι ο καταστατικός χάρτης και η μοναδική νομοθεσία της κοινωνίας των πιστών.

Όπως βλέπει τα πράγματα η Εκκλησία, η Πολιτική παρουσιάζεται ως μια νόμιμη και απαραίτητη προσπάθεια των ανθρώπων, να οργανώσουν και να κυβερνήσουν την κοινωνική τους ζωή. Ως μια εξωτερική προσπάθεια, απαραίτητη για να οργανωθεί η ζωή της Πολιτείας. Η Πολιτική δηλαδή αποτελεί το θετικό και καλό υπόλειμμα, την παραφθαρμένη, αλλά πραγματική εικόνα της παραδεισιακής οντολογικής κοινωνίας ζωής, που αν δεν μπορεί, βέβαια, να μετατρέψει την κοινωνία σε παράδεισο, έχει όμως την δυνατότητα, να μην την αφήνει να μετατραπεί σε Κόλαση. Όμως, όσο ευεργετική και απαραίτητη είναι η πολιτική για την Πολιτεία, από την Εκκλησία κρίνεται εντελώς ανεπαρκής και κατά συνέπειαν περιττή για να χρησιμοποιηθεί ως μέσον από την Εκκλησία.

Η Εκκλησία υψώνεται πάνω απ’ τις διαμάχες της κάθε εποχής. Ξεχωρίζει την θέση της από τους μεν και από τους δε. Όλοι όσοι ασχολούνται με την Πολιτική, η οποία πολλές φορές απαιτεί επανάσταση και βία, κινούνται στη σφαίρα του Καίσαρα. Η Εκκλησία του Χριστού κινήθηκε και κινείται σε άλλη σφαίρα, στην σφαίρα της πνευματικής επανάστασης, της επανάστασης της Αγάπης και όπως αποδείχτηκε και αποδεικνύεται, αυτή η έκταση της σφαίρας είναι η πιο αποτελεσματική.

Οι άνθρωποι που κάθε φορά εκπροσωπούν την Εκκλησία του Χριστού μπορούν να ακολουθούν ή όχι το Χριστό, αλλά δεν είναι δικαίωμά τους να ζητάνε από τον Χριστό και την Εκκλησία Του, να αλλάξει δρόμο και μέσα δραστηριότητας και να κινηθεί στη σφαίρα της Πολιτείας. Γιατί από την στιγμή που ευθυγραμμίζεται και συμπλέει η Εκκλησία με ένα πολιτικό κόμμα, οποιαδήποτε και αν είναι αυτό, και θ’ αναλάβει την υποστήριξή του, παύει να είναι ΟΡΘΟΔΟΞΗ και ξεφεύγει προς την αίρεση.

Η Εκκλησία ζει και δρα εντός του κόσμου και αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να σέβεται την εκάστοτε Πολιτεία. Αλλά και ο σεβασμός έχει τα όριά του διότι η πίστη και ο σεβασμός πρώτα στο Θεό σημαίνει το παν. Η Εκκλησία αναγνωρίζει βασικά τον θεσμό της Πολιτείας και την τοποθετεί κατά τρόπο απόλυτο και σαφή στη θέση της, και την εμπνέει ηθικά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ασχολείται σοβαρά και άμεσα μαζί της.

Η Εκκλησία καλείται κάθε φορά να παίρνει την μορφή, το πλαίσιο της πραγματικότητας στην οποία βρίσκεται και να προσπαθεί ν’ αλλάξει το περιεχόμενο. Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός μπαίνοντας στην ιστορία αυτού του κόσμου δεν ζήτησε ούτε και ζητάει να δημιουργηθούν νέα πλαίσια, αλλά να διοχετεύσει και να διοχετεύεται στην ανθρώπινη φύση η Ζωή του. Καλεί τους ανθρώπους όχι να αφήσουν τα πλαίσια της ζωής τους, αλλά να αφήσουν την θνητή ζωή τους και να πάρουν την δική Του ζωή, που ως αθάνατη τους χαρίζει την αθανασία.

Η Εκκλησία εντασσόμενη σ’ ένα συγκεκριμένο Κράτος, παίρνει μια συγκεκριμένη υπηκοότητα εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη κοινότητα και δεν ζητάει να καινοτομήσει σε τίποτε εξωτερικά, αλλά δεν παύει να υπενθυμίζει συνεχώς στο ποίμνιό της την ουράνια πόλη «την μέλλουσαν».

Η Πολιτική είναι ευεργετική και απαραίτητη για την Πολιτεία. Όμως, για την Εκκλησία του Ιησού Χριστού είναι απλώς περιττή, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη. Ο κίνδυνος είναι, να χάσει η Εκκλησία την αλιστική Της δύναμη και να ξεπέσει από τη σφαίρα της ύπαρξης σε μιαν άλλη, από την σφαίρα του Θεού στην σφαίρα του Καίσαρα. Και ενώ είναι η πόλη «η πάνω όρους κειμένη» με σκοπό να φωτίζει τη ζωή της Πολιτείας, κινδυνεύει να αφήσει το όρος και να ταυτιστεί με την Πολιτεία.

Η Εκκλησία διοχετεύει, δια μέσου των πιστών μελών Της, που είναι ταυτόχρονα και μέλη της Πολιτείας, την ζωή της στον Πολιτειακό Οργανισμό, χωρίς να ταυτιστεί μαζί του. Δηλαδή η Εκκλησία συναντά την Πολιτεία μέσα από τα πρόσωπα των μελών Της και επιδρά επάνω της όχι άμεσα ως κοινωνικό σύστημα, αλλά έμμεσα και οργανικά. Η Εκκλησία δεν είναι φατρία, δεν ζητεί, να δημιουργήσει ξεχωριστούς Πολιτειακούς θεσμούς. Είναι πνεύμα η Εκκλησία που πνέει παντού. Είναι το «ύδωρ το ζών», που διοχετεύεται στα ποικίλα σχήματα και τα ζωοποιεί, χωρίς ποτέ να γίνεται η ίδια σχήμα.

Η Εκκλησία δεν υπάρχει για να σώσει μια μερίδα ανθρώπων, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα και παρότι όλοι, οι άνθρωποι και όλες οι δραστηριότητες της κοινωνίας δεν συμμετέχουν στην Εκκλησία, από την πλευρά Της η Εκκλησία ενδιαφέρεται και ασχολείται ουσιαστικά μαζί τους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει την συνείδηση, ότι αποτελεί την καρδιά της κοινωνίας και συνεπώς στηρίζει, τρέφει μυστικά και φωτίζει όλες τις εκδηλώσεις της.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να κηρύττει με θάρρος μέσα στον ενθουσιασμό και του πιο δίκαιου πολέμου, την αγάπη, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη, αλλά και μέσα στο πιο στυγνό δικτατορικό καθεστώς να βροντοφωνεί το απαραβίαστο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου και την θεϊκή ελευθερία. Το κήρυγμα αυτό της Ορθόδοξης Εκκλησίας παντού και πάντοτε και ανεξάρτητα από τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται αποτελεί ουσιαστικό κριτήριο της Ορθοδοξίας Της και καταδεικνύει την πραγματική Της τοποθέτηση μέσα στον κόσμο μέχρι να παρέλθει γιατί «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου».

Ο απώτερος σκοπός της Κυβέρνησης και της Πολιτικής της δεν πρέπει, να είναι μόνο η ευδαιμονία των ανθρώπων σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλά και η μακαριότητά τους πέραν του κόσμου τούτου. Τούτο όμως κατορθώνεται μόνον με την θεία Χάρι.

* * *

ΣΥΝΕΠΩΣ, η Κυβέρνηση με την Πολιτική της πρέπει, να έχει λίαν αρμονικές σχέσεις με την ΕΚΚΛΗΣΙΑ δεδομένου, ότι οι βλέψεις τόσον της Πολιτείας όσον και της Εκκλησίας συναντώνται στο ίδιο πρόσωπο, στον άνθρωπο. ΕΤΣΙ ποτέ μπροστά στην ΕΚΚΛΗΣΙΑ το Κράτος δεν πρέπει, να προβάλλει βία, ή αυθαιρεσία, για καθαρώς πνευματικά θρησκευτικά θέματα, γιατί τότε προκαλεί και η πρόκληση έχει δυσάρεστα αποτελέσματα, αφού Πολιτεία και Εκκλησία εκ των πραγμάτων πρέπει να συνεχίσουν μαζί με ρόλους διακριτούς, αυτούς της συναλληλίας.

Οι Κυβερνήσεις όπως γνωρίζωμε έρχονται και παρέρχονται, η Εκκλησία όμως μένει εις τους Αιώνας. Και είναι ιστορικά αποδεδειγμένον, ότι η Εκκλησία, ως Ο κορυφαίος παράγοντας προβολής των πραγματικών αξιών, μένει για να προστατεύσει τον λαό, να υπερασπιστεί τις Παραδόσεις του και ν’ αντισταθεί στις ξενικές επιρροές και τον πολιτισμικόν ιμπεριαλισμό, και ως εκ τούτου ο χωρισμός της από την Πολιτεία – Κράτος είναι τραγικό ολίσθημα και πρέπει να αποφευχθεί !

Ως εκ τούτου λοιπόν, εάν και εφόσον αρχίσει η συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων, για το σοβαρό αυτό θέμα χρειάζεται νηφαλιότητα για να συζητηθεί, και να αποφευχθούν οι ακρότητες από κάθε πλευρά. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, της Εκκλησίας της Ελλάδος τέλος, θα πρέπει να ζητήσει δια μέσου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, από τον Εξοχώτατον Κύριον Πρόεδρον της Ελληνικής Δημοκρατίας, να ενεργοποιήσει το Άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος περί Δημοψηφίσματος, για το τόσο σοβαρό αυτό κοινωνικό ζήτημα.

__________________________

Το παρόν ταπεινό πόνημα έτυχε της Ευλογίας δι Επιστολής από τους κάτωθι Αρχιερείς:

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος

Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερώνυμος

Κορίνθου κ. Παντελεήμων

Μεγάρων κ. Βαρθολομαίος

Σπάρτης κ. Ευστάθιος

Ηλείας κ. Γερμανός

Ύδρας κ. Εφραίμ

Ξάνθης κ. Παντελεήμων

Φλωρίνης κ. Θεόκλητος

Δρυϊνουπόλεως κ. Ανδρέας

Μεσογαίας κ. Νικόλαος

Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος

Καλαβρύτων κ. Αμβρόσιος

Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος

Σάμου κ. Ευσέβιος

Γουμενίσσης κ. Δημήτριος

Μυτιλίνης κ. Ιάκωβος

Φθιώτιδος κ. Νικόλαος

Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος