13 Ιουνίου, 2008

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 1,18 -32

18- Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ' ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων,

19- διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε.

20- τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους,

21- διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν η ευχαρίστησαν, αλλ' εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία·

22- φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν,

23- και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών.

24- Διο και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς,

25- οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν.

26- Δια τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν,

27- ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες.

28- Και καθώς ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα,

29-πεπληρωμένους πάση αδικία πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία, μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας,

30- ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγείς, υβριστάς, υπερηφάνους, αλαζόνας, εφευρετάς κακών, γονεύσιν απειθείς,

31- ασυνέτους, ασυνθέτους, αστόργους, ασπόνδους, ανελεήμονας·

32- οίτινες το δικαίωμα του Θεού επιγνόντες, ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν, ου μόνον αυτά ποιούσιν, αλλά και συνευδοκούσι τοις πράσσουσι.

Το Σύνταγμα λοιπόν καθορίζει, τον Θρησκευτικό γάμο ως Μυστήριο, δια τούτο απετήσετε η Επισκοπική άδεια πάντοτε, για να είναι έγκυρος. «Γάμος» ομοφυλόφιλων είναι ανυπόστατος, διότι ο γάμος είναι μεταξύ ανδρός και γυναικός (ετερόφυλων) και όχι μεταξύ των ομοφυλόφιλων.

Ο γάμος ανήκει εις τα επτά Μυστήρια της Εκκλησίας. Η ιδιότης τούτου ως Μυστηρίου ανάγεται εις την Καινήν Διαθήκην, η δε ρίζα του εις αυτήν την πράξιν δημιουργίας του Δημιουργού Θεού, εν τη οποία ευρίσκομεν τον πυρήνα του γαμικού δεσμού, όστις και ηυλόγησε τον δεσμόν τούτον, «άρσεν και θήλυ» ποιήσας τον άνθρωπον, και το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε της γης» ειπών εις το ζεύγος των πρωτοπλάστων. (Γεν. Α΄ 27-28, Θ΄ 1). Ο Κύριος ηγίασε τον γάμον δια της παρουσίας αυτού εις τον εν Κανά της Γαλιλαίας τοιούτον, όποθεν ήρξατο και θαυματουργών, καίτοι εν τη πράξει Του εκείνη δεν φαίνεται, ότι συνέστησε τον γάμον ως μυστήριον. Ο Αγ. Απόστολος Παύλος όμως οικοδομών επάνω εις το ρήμα της Π. Διαθήκης: «αντί τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δυο εις σάρκαν μιαν» (Γεν. Β΄ 24) και περί του γαμικού δεσμού ομιλών, εις ον βλέπει μυστικήν ένωσιν, ήτις υφίσταται μεταξύ Ιησού Χριστού και της Εκκλησίας Αυτού (Εφεσ. Ε΄ 22-31) ονομάζει τον γάμον «Μυστήριον», «το μυστήριον τούτο, λέγων, μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Ο δε Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος από της θέσεως αυτής, εις ην ο Θ. Παύλος ανύψωσε τον γάμον, ομιλών περί αυτού εντέλλεται λέγων αυτοίς: «μετά γνώμης του Επισκόπου ποιείσθε την ένωσιν, ίνα η κατά Κύριον και μη κατ΄ επιθυμίαν». Την ιδιότητα του γάμου ως Μυστηρίου μαρτυρεί και η πράξις της Ιερολογίας τούτου, ως τοιούτου κατά τα Ευχολόγια. Εις ην αναφερόμενος ο αυτοκράτωρ Λέων διατάσσει εν τη Νεαρά αυτού ΠΘ΄ λέγων: «Τα συνοικέσια τη μαρτυρία της Ιεράς Ευλογίας ερρώσθαι». Η γνώμη του Επισκόπου και η Ιερολογία λοιπόν είναι στοιχεία συστατικά του κύρους του γάμου. Άρα η Επισκοπική άδεια προ εκάστης τελέσεως υπό του Ιερέως θεωρήτε απαραίτητος και επεβλημένη εν τη πράξει και αποτελεί στοιχείον συστατικόν του κύρους του γάμου, η δε έλλειψις αυτής λογίζεται τούτον άκυρον και ως μη γενόμενον.

Voiotosp.blogspot.com